δημοτικῶν

δημοτικῶν
δημοτικός
fem gen pl
δημοτικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Σπαταλάς, Γεράσιμος — Έλληνας φιλόλογος, λογοτέχνης και μετρικός (Κέρκυρα 1887 Αθήνα 1971). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε το περιοδικό Μαύρος Γάτος (1920 1921). Σε νεαρότερη ηλικία δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, που απάνθισμα τους αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Ξυλούρης, Νίκος — (Ανώγεια Ηρακλείου Κρήτης 1938 – 1980). Μουσικοσυνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών και τραγουδιστής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως τραγουδιστής και λυράρης σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής Ανωγείων σε ηλικία μόλις 15… …   Dictionary of Greek

  • τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …   Dictionary of Greek

  • Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… …   Dictionary of Greek

  • Новогреческая литература — Под этим названием разумеется литература греческого народа за время от взятия Константинополя турками в 1453 г. до наших дней. История ее распадается на три периода, из которых первый обнимает два с половиной века до начала XVIII стол. (период… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”